ευκαιρία

ευκαιρία
η
1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;

δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;

μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;

βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;

αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;

2) свободное время, досуг;

§ είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;

με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;

αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;

με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;

με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;

επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευκαιρία" в других словарях:

  • εὐκαιρία — εὐκαιρίᾱ , εὐκαιρία good season fem nom/voc/acc dual εὐκαιρίᾱ , εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • εὐκαιρίᾳ — εὐκαιρίαι , εὐκαιρία good season fem nom/voc pl εὐκαιρίᾱͅ , εὐκαιρία good season fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκαιρία — η 1. καιρός κατάλληλος, περίσταση ευνοϊκή: Δε βρήκα ευκαιρία να του μιλήσω. 2. χρόνος διαθέσιμος: Μόλις βρω ευκαιρία θα σου γράψω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκαιρίας — εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem acc pl εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίαι — εὐκαιρία good season fem nom/voc pl εὐκαιρίᾱͅ , εὐκαιρία good season fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίαν — εὐκαιρίᾱν , εὐκαιρία good season fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίαις — εὐκαιρία good season fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίη — εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίην — εὐκαιρία good season fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκαιρίης — εὐκαιρία good season fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»